- σηματοδοτώ
- Ν [σηματοδότης]1. μεταδίδω σήματα2. τοποθετώ σηματοδότηση3. μτφ. σημαίνω, επισημαίνω, ενημερώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηματοδοτώ — σηματοδοτώ, σηματοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σηματοδοτώ — σηματοδότησα, σηματοδοτήθηκα, σηματοδοτημένος 1. δίνω σήμα, τοποθετώ ένα σηματοδότη. 2. μτφ., επιτρέπω ν’ αρχίσει μια διαδικασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σηματοδότηση — η, Ν [σηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σηματοδοτώ, η με ποικίλα σήματα μετάδοση πληροφοριών ορισμένου είδους σε ορισμένη απόσταση 2. η τοποθέτηση ή διάταξη σημάτων και σηματοδοτών σε σιδηροδρομική γραμμή, οδική αρτηρία, πλωτό… … Dictionary of Greek